- κουβαριαστός
- -ή, -ό [κουβαριάζω]τυλιγμένος σε κουβάρι, κουβαριασμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουβαριαστός — ή, ό ο τυλιγμένος σε κουβάρι, κουλουριασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουβάριαστος — η, ο αυτός που δεν κουβαριάστηκε ή δεν μπορεί να κουβαριαστεί, να τυλιχτεί σε κουβάρι «ακουβάριαστο μαλλί». [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κουβαριαστός < κουβαριάζω] … Dictionary of Greek
τυλιχτός — ή, ό που τυλίγεται, τυλιγμένος, κουβαριαστός: Κλωστή τυλιχτή σε μασούρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)